κανονάριον

κανονάριον
κανονάριον, τὸ (AM) [κανών]
συλλογή κανόνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κανόνας — (Μαθημ.). Γεωμετρικό όργανο, με το οποίο χαράσσονται ευθύγραμμα τμήματα και παράλληλες μεταξύ τους ευθείες (επειδή ο κ. καταλήγει σε παράλληλα ευθύγραμμα τμήματα). Ο κ., μαζί με τον διαβήτη, είναι τα δύο γεωμετρικά όργανα που οι αρχαίοι Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • πρωτοκανονάριος — ο, Ν εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα που δινόταν, συνήθως, σε αναγνώστες και τού οποίου ο κάτοχος στεκόταν στο μέσον τού ναού και κανοναρχούσε τους στίχους τών ψαλμάτων στους ψάλτες, ενώ σήμερα το αξίωμα τού πρωτοκανοναρίου δίνεται, κυρίως, στους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”